- προοίχομαι
- προοίχομαι,A to have gone on before, X.Cyr.7.4.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προοίχομαι — Α απέρχομαι αναχωρώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + οἴχομαι «αποχωρώ, απέρχομαι»] … Dictionary of Greek
προοιχέσθω — προοίχομαι to have gone on before pres imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῴχετο — προοίχομαι to have gone on before imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῴχοντο — προοίχομαι to have gone on before imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)